- πένταχος
- πένταχος· τὴν τάλαρον ([dialect] Boeot.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πένταχος — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Βοιωτούς) «τὴν τάλαρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού τ. με το αριθμητικό πέντε παραμένει αβέβαιη] … Dictionary of Greek